παραγκάλισμα

παραγκάλισμα
τό, Α [παραγκαλίζομαι]
(ποιητ. τ.)
1. αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του
2. (για σύζυγο ή για ερωμένη) καθετί το αγαπητό και προσφιλές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγκάλισμα — that which is taken into the arms neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοίμημα — τὸ, Α [παρακοιμώμαι] αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του, παραγκάλισμα* 2. καθετί το αγαπητό και προσφιλές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”